- ψιλεύς
- ψιλεύςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψιλεύς — έως, ὁ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὕστατος χορεύων» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐπ ἄκρου χοροῡ ἱστάμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. τού πτίλον + επίθημα εύς (πρβλ. ἱππ εύς), ενώ, κατ άλλη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. ψιλός] … Dictionary of Greek
ψιλεῖς — ψιλεύς masc acc pl ψιλεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλῆς — ψιλεύς masc nom pl ψιλεύς masc nom/voc pl ψῑλῆς , ψιλός bare fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλῆι — ψιλεύς masc dat sg (epic ionic) ψῑλῇ , ψιλός bare fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόψιλος — ον, Α αυτός που τού αρέσει η τελευταία θέση στον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ψίλον, δωρ. τ. τής λ. πτίλον* «πούπουλο» (για τη σημ. πρβλ. και τον τ. ψιλεύς «αυτός που χορεύει τελευταίος»)] … Dictionary of Greek
ψιλῇ — ψιλῆι , ψιλεύς masc dat sg (epic ionic) ψῑλῇ , ψιλός bare fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)